- αμφικίνητος
- -η, -ο(για πλοία) αυτός που κινείται με δύο μέσα (με ατμό και ιστία).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + κινητός < κινώ. Η λ. απαντά για πρώτη φορά το 1896 στην έφημ. Πρωία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek